- ἐπιλεήνας
- ἐπιλεήνᾱς , ἐπιλεαίνωsmooth overaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλεαίνω — ἐπιλεαίνω (Α) 1. καθιστώ κάτι λείο 2. καθιστώ κάτι αποδεκτό, παραδεκτό («ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεαίνω «λειαίνω»] … Dictionary of Greek